αχαλίνωτος

αχαλίνωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει χαλινάρι, ασυγκράτητος, ανυπόταχτος: Ήταν μετανιωμένοι που είχαν αφήσει το γιο τους αχαλίνωτο.
2. θρασύς, αυθάδης: Έχει γλώσσα αχαλίνωτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αχαλίνωτος — η, ο (AM ἀχαλίνωτος, ον) [χαλινώ] αυτός που δεν έχει χαλινάρι μσν. νεοελλ. ασυγκράτητος, ατίθασος, αυθάδης μσν. ακαθοδήγητος …   Dictionary of Greek

  • ἀχαλίνωτος — ἀχαλί̱νωτος , ἀχαλίνωτος unbridled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχαλίνωτον — ἀχαλί̱νωτον , ἀχαλίνωτος unbridled masc/fem acc sg ἀχαλί̱νωτον , ἀχαλίνωτος unbridled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • невъзтѧгномъ — (1*) пр. Необузданный: Сь ѿ бл҃годѣ˫ань˫а наченше (Οὐκ ἀπὸ ϑεωρίας ἀρξαμένους), подобни ѥсмы страхомъ кончатi бговидѣньѥ [в др. сп. б҃говидѣнϊа] бо невъстѧгнома на пропасть сведеть. (ἀχαλίνωτος) Пч к. XIV, 73 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нехлащенъ — (1*) пр. Необузданный, неуправляемый: что се г҃ла начало прмдр(с)ти бо˫азнь. не бо ѿ вида наченшемъ в бо˫азни подоба ѹстати. видъ бо нехлаще(н) еда и съ стѣны срине(т). (ἀχαλίνωτος) ГБ XIV, 17г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… …   Dictionary of Greek

  • έκμετρος — ἔκμετρος, ον (Α) 1. υπέρμετρος, αμέτρητος («ὄλβος ἔκμετρος») 2. (για πόδα ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το μέτρο 3. ακράτητος, αχαλίνωτος …   Dictionary of Greek

  • αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος …   Dictionary of Greek

  • αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος …   Dictionary of Greek

  • ακαπίστρωτος — η, ο και ξεκαπίστρωτος, η, ο [καπιστρώνω] 1. (ζώο) που δεν έχει καπίστρι 2. αυτός που δεν έχει ηθικούς περιορισμούς, ο αχαλίνωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”